ἰσομετρία

Revision as of 16:43, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

English (LSJ)

ἡ, equality of measure, Arist.Fr. 47.

German (Pape)

[Seite 1265] ἡ, gleiches Maaß, Plut. de music. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
]mesure égale.
Étymologie: ἰσόμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομετρία:равная мера или равномерность Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομετρία: ἡ, ἰσότης μέτρου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 43.

Greek Monolingual

η (Α ἰσομετρία) ισόμετρος
ισότητα μέτρου, ισότητα προς κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο, ισότητα ενός πράγματος προς άλλο με βάση κάποιο μέτρο, συμμετρία, συμμετρικότητα, αναλογία.