συμμετρικότητα

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

η, Ν συμμετρικός
η ιδιότητα του συμμετρικού, το να είναι κάτι συμμετρικό.