Ἀμφικτιονικός

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

French (Bailly abrégé)

postér. Ἀμφικτυονικός;
ή, όν :
des Amphictions, amphictionique.
Étymologie: Ἀμφικτίονες.

Russian (Dvoretsky)

Ἀμφικτιονικός: поздн. Ἀμφικτυονικός 3 амфиктионийский (ἱερά, δίκαι Dem.; ψηφίσματα Plut.; συνέδριον Diod.): Ἀ. πόλεμος Dem. война, объявленная по решению амфиктионии.