δασπλής

Revision as of 09:42, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

German (Pape)

[Seite 523] ῆτος, ὁ, ἡ, = folgdm, Εὐμενίδες Euphor. bei Schol. Soph. O. C. 681; ὀδόντες Nonn. D. 4, 400; πέλεκυς, μάχαιρα, 21, 63. 22, 219 u. öfter; διάστασις Paul. Sil. 39 (V, 241).

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
terrible.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish (DGE)

-ῆτος
• Morfología: [ac. δάσπλητα Hsch.]
terrible, espantoso de seres míticos Χάρυβδις Simon.17.1, Εὐμενίδες Euph.116, cf. Call.Fr.30
de pers. γυναῖκες Nonn.D.46.210
de anim. δύω δασπλῆτε ... δράκοντε Nic.Th.609
de cosas ὀδόντες Nonn.D.4.400, cf. 15.32, πέλεκυς Nonn.D.21.63
de abstr. διάστασις AP 5.241 (Paul.Sil.), μόθος Nonn.D.23.25, κοιρανίη Nonn.D.14.298, ἀνάγκη Nonn.Par.Eu.Io.7.46.

Greek Monolingual

δασπλής (-ῆτος), ο, η (Α)
τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια].