τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
3ᵉ pl. sbj. prés. θορνύωνται;s'accoupler.Étymologie: θορός.
θορνύομαι: (только 3 л. pl. praes. conjct.) спариваться (ἐπεὰν θορνύωνται, sc. αἱ ἔχιδναι Her.).