μεγαλοψύχως
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
French (Bailly abrégé)
adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοψύχως: (ῡ) великодушно, щедро (μ. καὶ φιλανθρώπως Dem.; μ. καὶ βασιλικῶς Polyb.).
English (Woodhouse)
(see also: μεγαλόψυχος) nobly