μεγαλίζομαι
English (LSJ)
Pass., to be exalted, bear oneself proudly, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Il.10.69; οὔτ' ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ' ἀθερίζω Od.23.174.—Ep. word.
French (Bailly abrégé)
impér. 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;
se vanter.
Étymologie: μέγας.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλίζομαι: превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλίζομαι: παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι μεγαλίζομαι Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μεγαλίζομαι (Α)
υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου].
Greek Monotonic
μεγᾰλίζομαι: Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
Middle Liddell
μεγᾰλίζομαι,
Pass. to be exalted, to bear oneself proudly, Hom. only in pres.]