чваниться
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Russian > Greek
κομάω, πλατύνω, ἐκπομπεύω, ἀναφυσάω, κορωνιάω, ὑπερχλίω, φυσιόω, μεγαλίζομαι, ἁβρύνω, καλλωπίζω, ὡραΐζομαι, μεγαλαυχέω, λαπίζω, ἐγκαλλωπίζομαι, σεμνοκομπέω, φυσάω