προδοτικῶς
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
French (Bailly abrégé)
adv.
par trahison.
Étymologie: προδοτικός.
Russian (Dvoretsky)
προδοτικῶς: предательски Luc.