παλιγκότως
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ressentiment.
Étymologie: παλίγκοτος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιγκότως: по-прежнему враждебно, злобно: π. συνεφέρετο αὐτῷ Her. несчастье вновь постигло его.