παλιγκότως

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ressentiment.
Étymologie: παλίγκοτος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιγκότως: по-прежнему враждебно, злобно: π. συνεφέρετο αὐτῷ Her. несчастье вновь постигло его.