ἀπανθρώπως
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière inhumaine.
Étymologie: ἀπάνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθρώπως: не по-человечески, бесчеловечно Plut., Luc.