ἀσυμβάτως
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
French (Bailly abrégé)
adv.
en se refusant à tout accommodement.
Étymologie: ἀσύμβατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμβάτως: несговорчиво, непримиримо (ἀ. ἔχειν Plut.).