ἀργυραμοιβικῶς
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
adv.
à la façon des changeurs.
Étymologie: ἀργυραμοιβικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρᾰμοιβικῶς: на манер менял, т. е. тщательно (ἐξετάζειν Luc.).