εὐσταλῶς
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec agilité, lestement.
Étymologie: εὐσταλής.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰλῶς: благовоспитанно, прилично (ἀναβεβλημένος Luc.).