ἐννεκρόομαι

Revision as of 15:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Pass., die in, ταῖς γαλήναις Plu.2.792b.

Spanish (DGE)

convertirse en un cuerpo sin vida, perder la actividad vital c. dat. ὥσπερ οἱ σπόγγοι ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθείς fig. ref. a Lúculo, Plu.2.792b, del que va a recibir el bautismo ὡς ζησόμενος βαπτισθῆναι καὶ ἐννεκρωθῆναι τῷ ὕδατι Gr.Naz.M.36.236C.

German (Pape)

[Seite 847] pass., darin getödtet werden, sterben, τινί, Plut. an seni 16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire mourir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, νεκρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεκρόομαι: νεκροῦμαι ἐν., ὥσπερ οἱ σπόγγοι ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθεὶς Πλούτ. 792Β.

Russian (Dvoretsky)

ἐννεκρόομαι: (в чем-л.) умирать (ταῖς γαλήναις ἐννεκρωθείς Plut.).

Greek Monolingual

ἐννεκροῦμαι, ἐννεκρόομαι (Α) νεκρούμαι
νεκρώνομαι, απονεκρώνομαι μέσα σε κάτι, πεθαίνω.