Ἁλικαρνασσόθεν
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
French (Bailly abrégé)
adv.
d'Halicarnasse.
Étymologie: Ἁλικαρνασσός, -θεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): Ἁλικαρνασόθεν Luc.Dom.20
adv. desde Halicarnaso Luc.Dom.20, St.Byz.s.u. Ἁλικαρνασσός.
Greek Monotonic
Ἁλικαρνασσόθεν: επίρρ., από την Αλικαρνασσό, σε Λουκ.
Middle Liddell
from Halicarnassus, Luc.