ομοφυλόφιλος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς άτομο του ίδιου φύλου και συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόφυλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. υγρό-φιλος].