αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
-η, -οαυτός που αισθάνεται σεξουαλική έλξη προς άτομο του ίδιου φύλου και συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόφυλος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. υγρό-φιλος].