ομόφυλος
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόφυλος, -ον)
αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ ὁμοφύλους ὄρνιθας ἐξαπατάν», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόφυλον
ομοφυλία, συγγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλόφυλος].