ανάθημα

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀνάθημα)
οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμα
αρχ.
1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα
2. στολίδι, κόσμημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι.
ΠΑΡ. αναθηματικός].