πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
το (Α ἀνάθημα)οτιδήποτε αναθέτει, αφιερώνει κανείς σε ναό, αφιέρωμααρχ.1. γεν. προσφορά, δώρο, αφιέρωμα2. στολίδι, κόσμημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι.ΠΑΡ. αναθηματικός].