ταξιδιώτης
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
ο, θηλ. ταξιδιώτισσα, Ν
1. αυτός που ταξιδεύει, ταξιδευτής
2. εμποροϋπάλληλος που περιοδεύει
3. επιβάτης ταξιδιωτικού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. -ώτης (πρβλ. στρατι -ώτης)].