Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
P. and V. μίασμα, ἄγος, τό (Thuc. 2, 13), V. μύσος, τό, λῦμα, τό, κηλίς, ἡ.
a being polluted: P. μιαρία, ἡ.
drive out a pollution: V. ἀγηλατεῖν, P. ἄγος ἐλαύνειν.