убедительный
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
Russian > Greek
πιστευτικός, ἀξιοτέκμαρτος, περαντικός, ἀσφαλής, ἄμαχος, ἀποδεικτικός, εὐπειθής, εὐπιθής, συνερκτικός, πιστικός, ἀναπειστήριος, πειθός, πειστικός, συνακτικός, πειστήριος, πιθανός