Παφλαγόνας
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
ο / Παφλαγών, -όνος, ΝΑ
(ιδίως στον πληθ.) οι Παφλαγόνες
οι κάτοικοι της Παφλαγονίας ή όσοι κατάγονται από την περιοχή αυτή.