φιλοκομπαστής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να κομπάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κομπαστής «αλαζόνας, καυχησιάρης» (< κομπάζω)].