άφθα

From LSJ
Revision as of 18:59, 27 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και άφτρα, η (AM ἄφθα, Μ και ἄφθρα)
αβαθής και επώδυνη έλκωση του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λέξεως με το ρ. άπτω αποτελεί πιθ. παρετυμολογία. Το νεοελλ. άφτρα < μσν. άφθρα < αρχ. άφθα. Ο τ. άφθα έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphtha)].