νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
ο (Α ὀρνιθών)
τόπος όπου κοιμούνται οι όρνιθες, το κοτέτσι
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο ζουν και βόσκουν οι όρνιθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ών(ας), πρβλ. αμπελ-ώνας].