λεπτόγαιος

Revision as of 14:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 30] = λεπτόγειος, Theophr.

Greek Monolingual

και λεπτόγειος, -ο και λεπτόγεως, -ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, -ον και λεπτόγεως, -ων)
αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα
τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος < λεπτ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. ισό-γαιος. Ο τ. λεπτόγειος < λεπτ(ο)- + γειος (< γῆ), πρβλ. ισόγειος. Ο τ. λεπτόγεως < λεπτ(ο)- + -γεως (γῆ), πρβλ. κατώ-γεως. (Περισσότερα για τη μορφή του β' συνθετικού σε -γαιος, -γειος, -γεως, βλ. στη λ. γη)].