ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
κοψοχερίζω (Μ)κόβω το χέρι ή τα χέρια κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χερ-ίζω (< χέρι), πρβλ. κατα-χερίζω].