ετερομάσχαλος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

ἑτερομάσχαλος, -ον (Α)
χιτώνας που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μασχάλη, πρβλ. αμφι-μάσχαλος].