μελισσόφονος
English (LSJ)
Greek Monolingual
μελισσόφονος, ὁ (Α)
το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό-φονος].
μελισσόφονος, ὁ (Α)
το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό-φονος].