μελλοφανής
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek (Liddell-Scott)
μελλοφᾰνής: -ές, ὁ μέλλων νὰ ἐμφανισθῇ, Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 104.
Greek Monolingual
μελλοφανής, -ές (Μ)
αυτός που πρόκειται να εμφανιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + -φανής(< φαίνω), πρβλ. ηλιο-φανής].