ιπποφορβός

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

ἱπποφορβός, -όν (Α)
1. αυτός που τρέφει, που διατηρεί ίππους, ιπποτρόφος
2. φρ. «αὐλὸς ἱπποφορβός» — αυλός από φλούδα δάφνης, τον οποίο μεταχειρίζονταν οι ιπποφορβοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. βου-φορβός].