ροδόπεπλος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥοδόπεπλος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πέπλος (πρβλ. κυανό-πεπλος, χρυσό-πεπλος)].