τηλού

From LSJ
Revision as of 20:25, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

και τῆλυ και αιολ. τ. πήλοι και πήλυι Α
επίρρ.
1. μακριά, σε μακρινό τόπο, στα ξένα («τηλοῦ ἐπ' Ἀλφειῷ», Ομ. Ιλ.)
2. χρον. από πολύ παλιά («οὐ γάρ σε... ἀρχεύοντα νέον γεινώσκομεν ἀλλ' ἔτι τηλοῦ», Επίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ἀγχ-ού, διχ-ού)].