σίκχος

Revision as of 16:36, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εος, τό,= βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.

Greek (Liddell-Scott)

σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. στεῖν-ος, μάκρ-ος)].

German (Pape)

τό, = σικχότης, LXX.