τσαμπουκαλής

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν
1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ
2. μτφ. α) άνθρωπος του υποκόσμου
β) μάγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. -λής (πρβλ. μουστακα-λής, παρα-λής)].