τσαμπουκάς

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά
2. τατουάζ
3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι
β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].