τσαμπουκαλής
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν
1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ
2. μτφ. α) άνθρωπος του υποκόσμου
β) μάγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. -λής (πρβλ. μουστακαλής, παραλής)].