οργεών

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

ὀργεών, ποιητ. τ. ὀργ(ε)ιών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. πολίτης στην Αθήνα ο οποίος εκλεγόταν από κάθε δήμο προκειμένου να τελεί ορισμένες θυσίες
2. πιστός που τελούσε τα όργια, δηλ. τα ιερά μυστήρια προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀργεών (< ὀργηών < ὀργαFων < ὄργ-ια + επίθημα -εών (πρβλ. κεγχρ-εών, κλιμακ-εών)].