οργεών
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
ὀργεών, ποιητ. τ. ὀργ(ε)ιών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. πολίτης στην Αθήνα ο οποίος εκλεγόταν από κάθε δήμο προκειμένου να τελεί ορισμένες θυσίες
2. πιστός που τελούσε τα όργια, δηλ. τα ιερά μυστήρια προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀργεών (< ὀργηών < ὀργαFων < ὄργ-ια + επίθημα -εών (πρβλ. κεγχρεών, κλιμακεών)].