νερουλός
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
-ή, -ό (Μ νερουλός, -ή, -όν)
αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής
νεοελλ.
αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. -ουλός (πρβλ. βαθ-ουλός, παχ-ουλός)].