νερουλός

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ νερουλός, -ή, -όν)
αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής
νεοελλ.
αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. -ουλός (πρβλ. βαθ-ουλός, παχ-ουλός)].