ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
μυρμηγκόνα, ἡ (Μ)είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. -όνα (πρβλ. κασ-όνα)].