μυρμηγκόνα

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

μυρμηγκόνα, ἡ (Μ)
είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. -όνα (πρβλ. κασόνα)].