(Α οὐδαμόθεν)επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμό-θεν)].