ουδαμόθεν

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

οὐδαμόθεν)
επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενάοὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμόθεν)].