ουδαμόθεν

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

οὐδαμόθεν)
επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενάοὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμόθεν)].