οὐδαμόθεν
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός, from no place, from no side, X.An. 2.4.23; οὐ. προσήκει μοί τινος And.4.34; οὐ. μαθών Pl.Prt. 319d; οὐ. ἄλλοθεν Id.Phd.70d.
German (Pape)
[Seite 408] dem πόθεν entsprechend, von nirgendsher, von keinem Orte her; ὅτι οὐδαμόθεν ἄλλοθεν γίγνονται οἱ ζῶντες ἢ ἐκ τῶν τεθνεώτων Plat. Phaed. 70 d; οὐδαμόθεν μαθών Prot. 319 d; οὔτε ἐπέθετο οὐδεὶς οὐδαμόθεν Xen. An. 2; 4, 23.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'aucun côté, de nulle part.
Étymologie: οὐδαμός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
οὐδᾰμόθεν: adv. ни с какой стороны, ниоткуда: ἐπέθετο οὐδεὶς οὐ. Xen. никто ни с какой стороны не нападал; οὐ. ἄλλοθεν Plat. ниоткуда больше; οὐ. μαθών Plat. ниоткуда не получив знаний.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, ἐξ οὐδενὸς μέρους, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 23· οὐδ. προσήκει μοί τινος Ἀνδοκ. 33. 30 οὐδ. μαθὼν Πλάτ. Πρωταγ. 319D· οὐδ. ἄλλοθεν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70D.
Greek Monolingual
(Α οὐδαμόθεν)
επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμόθεν)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμόθεν: επίρρ. του οὐδαμός, από κανέναν τόπο, από καμία πλευρά, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
[adverb of οὐδαμός
from no place, from no side, Plat., etc.