οὐρανόνικος

Revision as of 14:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, conquering heaven, γαμετῶν οὐ. A.Supp.165 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] den Himmel besiegend, übertreffend, Aesch. Suppl. 156. 170, ἄτα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui triomphe du ciel.
Étymologie: οὐρανός, νικάω.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνόνῑκος: побеждающий небо, т. е. огромный, безмерный (sc. μῆνις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόνῑκος: -ον, ὁ νικῶν τὸν οὐρανὸν, ἄτη οὐρ. = οὐράνιον ἄχος (ἴδε οὐράνιος ΙΙ. 2), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 165.

Greek Monolingual

οὐρανόνικος, -ον (Α)
αυτός που νικά τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + νίκη (πρβλ. Ολυμπιό-νικος)].