σβηστήρας
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
Greek Monolingual
ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν
η γομολάστιχα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ- του αορ. έσβησα του σβήνω με επιθήματα -τήρας / -τήρι(ον) / -τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ-τήρας, σουρω-τήρι, κρεμάσ-τρα)].