σαπωνίτης

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό του μαγνησίου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και αποτελεί μέλος της σειράς του μοντμοριλλονίτη, κν. σαπουνόχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λιγν-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].